αυτοδημιούργητος

αυτοδημιούργητος
η , ο [ος , ον ] выбившийся в люди, добившийся положения в обществе своими силами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αυτοδημιούργητος" в других словарях:

  • αυτοδημιούργητος — η, ο (Μ αὐτοδημιούργητος, ον) νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που αναδείχθηκε με τις δικές του δυνάμεις και όχι με την υποστήριξη των άλλων μσν. αυτός που δημιουργήθηκε από μόνος του, που βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • αυτοδημιούργητος — η, ο αυτός που αναδείχτηκε, που πρόκοψε χωρίς την υποστήριξη άλλων: Ο σπουδαίος αυτός επιστήμονας ήταν αυτοδημιούργητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοδημιούργητον — αὐτοδημιούργητος self made masc/fem acc sg αὐτοδημιούργητος self made neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μακρής, Παυσανίας — (Ζάκυνθος 1874 – Αθήνα 1943). Επιχειρηματίας και εκδότης. Αυτοδημιούργητος, άρχισε να εργάζεται αμέσως μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, ως υπάλληλος ξυλουργικού εργοστασίου στην Πάτρα. Ασχολήθηκε αργότερα με το εμπόριο της σταφίδας. Το 1914… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»